- ὑπορχηματικός
- ὑπορχ-ημᾰτικός, ή, όν,A of or for a ὑπόρχημα, D.H.Dem.43; ποίησις ὑ. (compared to the κόρδαξ) Ath.14.630d,e; παίων τέταρτος, ὁ -κός, ὁ καὶ κρητικός, ?ὑπορχηματικόςX ?ὑπορχηματικόςX ?ὑπορχηματικόςX ¯ , Choerob. in Heph.p.218C.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.